Μεταξύ 1988 και 1992 ήμουν διαπιστευμένος στην κυπριακή πρεσβεία στην Πράγα και ταυτόχρονα κάλυπτα τις γειτονικές χώρες Πολωνία και Ουγγαρία, τις οποίες επισκεπτόμουν συχνά. Στις επαφές μου τόσο με αξιωματούχους όσο και απλούς ανθρώπους, διαπίστωσα το απύθμενο μίσος που οι λαοί αυτοί τρέφουν για τους Ρώσους, τους οποίους αντιμετώπιζαν ως δυνάστες και όχι ως συμμάχους. Θυμούμαι όταν η Τσεχοσλοβακία νίκησε τη Σοβιετική Ένωση σε παιγνίδι χόκεϊ επί πάγου, βγήκαν όλοι στους δρόμους με σημαίες για να πανηγυρίσουν.
Η Ρωσία έχει πολύ βεβαρημένο παρελθόν στις σχέσεις της τόσο με τους γείτονες της πριν από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όσο και με τα μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας και τις Δημοκρατίες που αποτελούσαν την Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών. Δεν είναι τυχαίο ότι όλες ανεξαιρέτως οι χώρες που κάποτε ανήκαν στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας (Πολωνία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Τσεχία, Σλοβακία και Ουγγαρία) έχουν προσχωρήσει στο ΝΑΤΟ. Ακόμα και οι πρώην Δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία είναι τώρα μέλη της Ατλαντικής Συμμαχίας, ενώ πρόθεση να ενταχθούν σε αυτήν έχουν εκφράσει η Ουκρανία, η Γεωργία και η Μολδαβία, καθώς και οι γειτονικές Σουηδία και Φινλανδία που θεωρούνται ουδέτερες.
To χρονικό που ακολουθεί περιορίζεται στις κυριότερες επιθετικές ενέργειες της Ρωσίας από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τις μέρες μας.
Η Σφαγή του Κατίν
Στις 23 Αυγούστου 1939, υπεγράφη στη Μόσχα το γερμανο-σοβιετικό σύμφωνο μη επίθεσης που προέβλεπε το διαμελισμό της Πολωνίας, την προσάρτηση της Λετονίας και της Εσθονίας στη Σοβιετική Ένωση και της Λιθουανίας στη Γερμανία.
Την 1η Σεπτεμβρίου 1939, η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία, στην εναρκτήρια στρατιωτική επιχείρηση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Δύο βδομάδες αργότερα, οι Σοβιετικοί κατέλαβαν πολωνικά εδάφη ανατολικά της Γραμμής Curzon, με πρόσχημα την προστασία της ουκρανικής και λευκορωσικής μειονότητας.
Ο σοβιετικός στρατός συνέλαβε 140.000 περίπου Πολωνούς, στην πλειοψηφία τους αξιωματικοί του στρατού, διανοούμενοι, κυβερνητικοί αξιωματούχοι, επιστήμονες και ιερείς που εγκλείστηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης Οστασκόφ, Σταρομπέλσκ και Κοζέλσκ.
Το σύμφωνο μη επίθεσης παρέμεινε σε ισχύ μέχρι τις 22 Ιουνίου 1941 όταν η Γερμανία εξαπέλυσε την επιχείρηση Barbarossa. Στις 13 Απριλίου 1943, οι Γερμανοί ανακοίνωσαν την ανακάλυψη μαζικών τάφων 22.000 περίπου Πολωνών στο δάσος του Κατίν κι επιχείρησαν να τη χρησιμοποιήσουν προπαγανδιστικά για να προκαλέσουν ρήξη μεταξύ των Συμμάχων. Οι Σοβιετικοί υποστήριξαν ότι οι πολωνοί αιχμάλωτοι είχαν χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή έργου δυτικά του Σμολένσκ και κατηγόρησε το γερμανικό στρατό ότι τους δολοφόνησε όταν κατέλαβε την περιοχή τον Ιούλιο του 1941.
Στις 13 Απριλίου 1990, o Mikhail Gorbachev αναγνώρισε επίσημα την ευθύνη της Μόσχας στη διάπραξη του εγκλήματος όταν αποχαρακτηρισμένα έγγραφα κατέδειξαν ότι η απόφαση για τις ομαδικές εκτελέσεις λήφθηκε από το Στάλιν στις 5 Μαρτίου 1940, έπειτα από πρόταση του τότε αρχηγού της μυστικής αστυνομίας NKVD Λαβρέντι Μπέρια.
Ο πόλεμος με τη Φινλανδία
Η Ρωσία αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Φινλανδίας το 1920 με την υπογραφή της Συνθήκης του Τάρτου. Στις 26 Οκτωβρίου 1939, η Σοβιετική Ένωση εισέβαλε στη γείτονα χώρα με πρόσχημα την άρνηση των Φινλανδών να δεχτούν την απόδοση εδαφών ώστε να δημιουργηθεί προστατευτική ζώνη γύρω από το Λένινγκραντ. Η ανακωχή του Μαρτίου του 1940 βρήκε τα σοβιετικά στρατεύματα να κατέχουν το 11% της φινλανδικής επικράτειας.
Με βάση τη συνθήκη που υπογράφηκε με τη Σοβιετική Ένωση το 1948, η Φινλανδία θα παρέμενε ουδέτερη στον ανταγωνισμό των υπερδυνάμεων, εξ ου και ο όρος «φινλανδοποίηση». Έτσι η Φινλανδία, όχι μόνο παρέμεινε εκτός ΝΑΤΟ, αλλά αρνήθηκε και το Σχέδιο Μάρσαλ κι έμεινε εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέχρι το 1995.
Η «φινλανδοποίηση» διάβρωσε και την πολιτική ζωή της Φινλανδίας, αλλοιώνοντας και νοθεύοντας τη λειτουργία του δημοκρατικού συστήματος. Ο Urho Kekkonen, πρόεδρος της Φινλανδίας μεταξύ 1956 και 1982, αρνήθηκε να διορίσει σε καίρια πόστα άτομα που δεν ήταν αρεστά στη σοβιετική ηγεσία. Το Κόμμα Εθνικού Συνασπισμού που αποτελεί την κύρια συντηρητική παράταξη της χώρας, αποκλείστηκε από τις κυβερνήσεις συνασπισμού, παρά το γεγονός ότι κέρδισε τη δεύτερη ή την τρίτη θέση σε αριθμό κοινοβουλευτικών εδρών σε πέντε εκλογικές αναμετρήσεις μεταξύ 1966 και 1987. Για να μην ενοχληθούν οι Σοβιετικοί, επιβλήθηκε μια παραλυτική και καταθλιπτική αυτολογοκρισία, με αποσιώπηση ή διαστρέβλωση της πρόσφατης ιστορίας. Το 1974, ο εκδοτικός οίκος Tammi υπέκυψε σε πιέσεις και δεν προχώρησε στην κυκλοφορία της φινλανδικής μετάφρασης του μυθιστορήματος του κορυφαίου σοβιετικού αντιφρονούντα Αλεξάντερ Σολτσενίτσιν «Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ».
Η εισβολή στην Ουγγαρία
Στις 23 Οκτωβρίου 1956, φοιτητές και διανοούμενοι ξεχύθηκαν στους δρόμους της Βουδαπέστης ζητώντας πολιτικές ελευθερίες κι εφαρμογή του αληθινού σοσιαλισμού. Πολύ σύντομα το κίνημα γιγαντώθηκε και σε ραδιοφωνική του ομιλία, ο πρωθυπουργός Imre Nagy ανακοίνωσε την αποχώρηση της Ουγγαρίας από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Τα ξημερώματα της 4ης Νοεμβρίου 1956, 2000 σοβιετικά τανκς εισέβαλαν στην Βουδαπέστη και άλλες περιοχές της χώρας και η εξέγερση πνίγηκε στο αίμα.
Περισσότεροι από 2.500 Ούγγροι σκοτώθηκαν στις συγκρούσεις και 200.000 προσφυγοποιήθηκαν. Χιλιάδες άλλοι καταδικάστηκαν σε φυλάκιση και 450 απαγχονίστηκαν. Ο Nagy συνελήφθη στην πρεσβεία της Γιουγκοσλαβίας όπου κατέφυγε και τον Ιούνιο του 1958 εκτελέστηκε.
Η άνοιξη της Πράγας
Τον Ιανουάριο του 1968, γενικός γραμματέας του κομμουνιστικού κόμματος της Τσεχοσλοβακίας εξελέγη ο Σλοβάκος Alexander Dubček, ο οποίος δήλωσε πως στόχος του είναι «σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο» και η «οικοδόμηση μιας προηγμένης σοσιαλιστικής κοινωνίας σε γερά οικονομικά θεμέλια». Η Σοβιετική Ένωση ανησύχησε και σε συνάντηση της ηγεσίας των δύο χωρών τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου, ο Dubček επιβεβαίωσε την αφοσίωση του στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας.
Παρόλα ταύτα, στις 20 Αυγούστου 1968 σοβιετικά, βουλγαρικά, ουγγρικά και πολωνικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Τσεχοσλοβακία. Ο Dubček ζήτησε από τους συμπατριώτες του να μην αντισταθούν, εξηγώντας ότι «η προβολή ένοπλης άμυνας θα σήμαινε την έκθεση του τσεχικού και σλοβακικού λαού σ’ ένα παράλογο λουτρό αίματος». Σημειώθηκαν ωστόσο συμπλοκές στις οποίες έχασαν τη ζωή τους 137 πολίτες κι εκατοντάδες τραυματίστηκαν. Στις 16 Ιανουαρίου 1969, ο φοιτητής Jan Palach αυτοπυρπολήθηκε στην κεντρική πλατεία της Πράγας και κατέστη σύμβολο της αντίστασης του τσεχοσλοβάκικου λαού. Ο Dubček αντικαταστάθηκε από τον Gustav Husak και αφού υπηρέτησε για δύο χρόνια ως πρέσβης της χώρας στην Άγκυρα, μετατέθηκε στην υπηρεσία δασών της Σλοβακίας.
Υπερδνειστερία
Η Υπερδνειστερία είναι στενή λωρίδα γης που εκτείνεται από βορρά προς νότο κατά μήκος της όχθης του ποταμού Δνείστερου, ο οποίος αποτελεί το φυσικό σύνορο με τη Μολδαβία. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1990 η περιοχή διακήρυξε την ανεξαρτησία της και από τότε έχει δικό της σύνταγμα, κοινοβούλιο, στρατό, αστυνομία, νόμισμα κι εθνικό ύμνο και είναι η μόνη χώρα που ακόμα χρησιμοποιεί το σφυροδρέπανο στη σημαία της. Το Νοέμβριο του 2003, η Ρωσία ενέκρινε αίτημα της Υπερδνειστερίας για την παραμονή ρωσικών στρατευμάτων.
Σε δημοψήφισμα που διενεργήθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 2006, ποσοστό 93,1% τάχθηκε υπέρ της ένωσης με τη Ρωσία, με την οποία η περιοχή δεν συνορεύει. Μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το Μάρτιο του 2014, το κοινοβούλιο της χώρας ζήτησε ένταξη της χώρας στη Ρωσική Ομοσπονδία.
Ο Πόλεμος με τη Γεωργία
Όταν το 1991 η Γεωργία ανακήρυξε την ανεξαρτησία της, η Αμπχαζία και η Νότια Οσετία συμπεριλήφθηκαν στα διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορα της, παρότι οι δύο περιοχές διεκδικούν την ανεξαρτησία τους από τη δεκαετία του ’80. Η Νότια Οσετία αποσπάστηκε από τη Γεωργία στον πόλεμο του 1991-1992. Στον πόλεμο της Αμπχαζίας το 1992-1993, η Γεωργία έχασε το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής και η πλειοψηφία των Γεωργιανών υποχρεώθηκαν να την εγκαταλείψουν λόγω εθνοκάθαρσης. Η Βόρεια Οσετία αποτελεί αυτόνομη δημοκρατία της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Τον Ιούλιο του 2008, η 58η Ρωσική Στρατιά πραγματοποίησε γυμνάσια στο βόρειο Καύκασο αλλά παρέμεινε στην περιοχή ακόμα και μετά την ολοκλήρωση τους. Στις 7 Αυγούστου η Γεωργία προέλασε εντός του εδάφους της Νότιας Οσετίας για να προλάβει ρωσική διείσδυση. Κι ενώ οι γεωργιανές δυνάμεις κλιμάκωναν την επίθεση τους, ρωσικά στρατεύματα εισήλθαν στη Νότια Οσετία και άνοιξαν μ’ επιτυχία δεύτερο μέτωπο στην Αμπχαζία. Στα μέσα Αυγούστου, τα ρωσικά στρατεύματα είχαν φτάσει σε απόσταση 40 χιλιομέτρων από την Τιφλίδα και αν ενεργούσαν αστραπιαία όπως στην Κριμαία το 2014, θα την είχαν καταλάβει προτού η Δύση προλάβει ν’ αντιδράσει. Εκτός από τη Ρωσία, την ανεξαρτησία της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσετίας αναγνωρίζουν η Βενεζουέλα, η Συρία, η Νικαράγουα και το Ναουρού.
Η προσάρτηση της Κριμαίας
Με εισήγηση του ουκρανικής καταγωγής γενικού γραμματέα του κομμουνιστικού κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης στις 19 Φεβρουαρίου 1954, η Κριμαία αποσπάστηκε από τη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ρωσίας κι εντάχθηκε στη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατίας της Ουκρανίας. Το αιτιολογικό της μεταβίβασης ήταν «η ομοιότητα της οικονομίας, η εγγύτητα και οι στενές οικονομικές και πολιτιστικές σχέσεις μεταξύ της Κριμαίας και της Ουκρανικής Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας».
Όταν διαλύθηκε η Σοβιετική Ένωση και η Ουκρανία κήρυξε την ανεξαρτησία της, η ρωσική πλειοψηφία των κατοίκων της Κριμαίας αντέδρασε και ζήτησε την ένωση της με τη Ρωσία. Στις 19 Μαΐου 1992 ωστόσο, το κοινοβούλιο της Κριμαίας ψήφισε υπέρ της παραμονής της στην Ουκρανία με καθεστώς αυτονομίας. Μαζί με τα υπόλοιπα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, το 1994 η Ρωσία προσυπόγραψε το Μνημόνιο της Βουδαπέστης το οποίο εγγυάται την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας. Το 1997, η Ουκρανία συμφώνησε με τη Ρωσία εκμίσθωση της ναυτικής βάσης της Σεβαστούπολης για 20 χρόνια.
Η άρνηση του φιλορώσου προέδρου της Ουκρανίας Γιανουκόβιτς να υπογράψει τη συμφωνία σύνδεσης της χώρας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, προκάλεσε κύμα αντιδράσεων. Υπό το βάρος των διογκούμενων κινητοποιήσεων, στις 22 Φεβρουαρίου 2014 ο Γιανουκόβιτς εγκατέλειψε την Ουκρανία. Η Ρωσία αντέδρασε με κατάληψη της Κριμαίας και στο δημοψήφισμα που διεξήχθη στις 16 Μαρτίου 2014, ποσοστό 95,5% τάχθηκε υπέρ της ενσωμάτωσης της στη Ρωσία.
Ντομπάς
Στον απόηχο της προσάρτησης της Κριμαίας στη Ρωσία το 2014, οι ρωσόφωνες περιοχές του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ, από κοινού γνωστές ως Ντονμπάς, αυτονομήθηκαν από την Ουκρανία και αυτοανακηρύχθηκαν σε ανεξάρτητες «λαϊκές δημοκρατίες». Έκτοτε η Ρωσία υποστηρίζει τους αυτονομιστές παρέχοντας τους οπλισμό και οικονομική βοήθεια.
Στις 21 Φεβρουαρίου 2022, ο Βλαντιμίρ Πούτιν υπέγραψε το διάταγμα της αναγνώρισης της ανεξαρτησίας των λαϊκών δημοκρατιών του Ντόνετσκ και του Λουχάνσκ. Ρωσικά στρατεύματα αναπτύχθηκαν στην περιοχή με το πρόσχημα της προστασίας της από την Ουκρανία, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την προσάρτηση του Ντομπάς στη Ρωσική Ομοσπονδία.
Στη φωτογραφία, η ουγγρική επανάσταση του 1956
George ARGYRIS
Кредит: Ссылка на источник